τραπεζοῦντα

τραπεζοῦντα
τραπεζόω
offer
pres part act neut nom/voc/acc pl
τραπεζόω
offer
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τραπεζούντα — (Τραμπζόν τουρκ.). Πόλη (περίπου 155.960 κάτ.) της ασιατικής Τουρκίας, στους πρόποδες των δασωδών ορέων του Πόντου. Την ίδρυσαν Έλληνες κάτοικοι της Σινώπης στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Η αρχαία ελληνική πόλη ήταν χτισμένη σε ένα οροπέδιο… …   Dictionary of Greek

  • Τραπεζοῦντα — Τραπεζόεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κασιάνης, Ελευθέριος — (Τραπεζούντα 1918 –). Συγγραφέας. Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έργα του είναι: Τούρκοι πέρασαν, Χαλασμός! (1955), Η Καλλιθέα, σελίδες από την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Κιοσέ Μεχμέτ — (Τραπεζούντα 1780 – 1832). Τούρκος στρατηγός. Ο Χουρσίτ πασάς τον διόρισε βαλεσή (διοικητή) του Μοριά. Ξεκίνησε τότε από τα Ιωάννινα, για να καταπνίξει την Επανάσταση και να εγκαταστήσει την έδρα του στην Τρίπολη. Αρχικά κατάφερε να κυριεύσει τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουζενίδης, Τάκης — (Τραπεζούντα Πόντου 1911 – Αθήνα 1981). Σκηνοθέτης του θεάτρου. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, ενώ συμπλήρωσε τη μόρφωσή του στο Αμβούργο, όπου μελέτησε αισθητική και ιστορία της Τέχνης. Παράλληλα παρακολουθούσε και μαθήματα… …   Dictionary of Greek

  • Παρτσαλίδης, Δημήτριος — (Τραπεζούντα 1905 – Αθήνα 1980). Έλληνας πολιτικός. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1924 μαζί με τους γονείς του και τέλειωσε το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε αρχικά στο Γραφείο Εποικισμού της Καβάλας, απ’ όπου όμως απολύθηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Ψαθάς, Δημήτρης — (Τραπεζούντα 1907 – Αθήνα 1979). Έλληνας δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου, από το 1925 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως συνεργάτης της πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζούντιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τραπεζούντα ή προέρχεται από την Τραπεζούντα 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Τραπεζούντιος, η Τραπεζούντια ο κάτοικος τής Τραπεζούντας ή αυτός που κατάγεται από την Τραπεζούντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”